- κηφήνων
- κηφήνdronemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργοκηρήθρα — και αργοκερήθρα, η αυτή που περιέχει κυψέλες κηφήνων … Dictionary of Greek
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek
κηφηνοπαγίδα — η μεταλλικό όργανο για τη σύλληψη τών κηφήνων κατά την είσοδο τους στην κυψέλη ή κατά την έξοδο τους από αυτήν … Dictionary of Greek
Ανδρομέδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά των Κηφήνων (ή Αιθιόπων) Κηφέα και της Κασσιόπης. Σύμφωνα με χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, την εγκατέλειψαν σε έναν βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει θαλάσσιο τέρας που είχε στείλει ο Ποσειδώνας ο… … Dictionary of Greek
Κηφέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Κηφήνων, που ταυτίζονται από την παράδοση με τους Αιθίοπες, τους Πέρσες ή τους Χαλδαίους. Ζούσε ευτυχισμένος με την όμορφη σύζυγό του, Κασσιόπη, και την κόρη του, Ανδρομέδα, όταν ο Ποσειδώνας,… … Dictionary of Greek